Μια ζωή της Ζωής απο το βιβλίο του Γιώργου Σιδέρη “Άλαλα τα χείλη των ευσεβών”

Μεταξύ μας, δεν με νοιάζει καθόλου αν η Λάσκαρη «τα είχε αρπάξει» χοντρά για να φωτογραφηθεί γυμνή στο «Playboy». Δεν μου καίγεται καρφί αν οι άντρες που αγάπησε ήταν ένας, έξι ή πενήντα έξι. Δεν με νοιάζει ούτε εάν η ερμηνεία της στο «Διαμάντια και Μπλουζ» ήταν τόσο συγκλονιστική που «.άφηνε ρωγμές στο πέρασμά της», καθώς έγραψε ο Μηνάς Χρηστίδης.

Αν υπήρξε κάτι που λάτρεψα ανυπέρβλητα σε αυτό το περιχαρακωμένο και εντελώς αδιάφανο κορίτσι, απ’ όσα έχει πει και έχει κάνει, είναι εκείνη την ατάκα της κάποια βάρβαρη τηλεοπτική βραδιά στην εκπομπή της Σταματέρη.

«Εγώ γεννήθηκα σταρ, αγάπη μου».

Σε πέντε μικρές λέξεις είχε συνοψίσει, δίχως τις ανοησίες μιας κομπλεξικής μετριοφροσύνης και δίχως φυσικά το εμετικό ύφος της γενιάς των αγέλαστων διανοούμενων, ολόκληρη την ανεπάρκεια της νεότερης και σύγχρονης θεατρικής γενιάς υπενθυμίζοντάς μας ταυτόχρονα τα λόγια ενός παλιού της φίλου, επίσης περιχαρακωμένου και επίσης αδιάφανου, του Γιώργου Χειμωνά:

«Άλλο να είσαι διάσημος και άλλο να είσαι έμπλεος Δόξας».

«Τα αρπάξατε λοιπόν χοντρά για να φωτογραφηθείτε γυμνή;», «Τι σας κερδίζει σε έναν άντρα;», «Ποιο είναι το αγαπημένο σας φαγητό;», «Πώς κρατιέστε νέα και φρέσκια;», «Πόσα δάκρυα χύσατε για τα άδικα χτυπήματα που δεχτήκατε κάτω από την μέση;» και «Πώς καταφέρατε να κρατήσετε τον γάμο σας αλώβητο για τριάντα τέσσερα ολόκληρα χρόνια;».

Οι δημοσιογράφοι του ευκολοχώνευτου ρεπερτορίου προσκαλούν συχνά στα σώου τους ανθρώπους της Τέχνης. Η τακτική δεν έχει σχέση ούτε με την πρόληψη όσων εγκεφαλικών προκαλούν οι κακές θεαματικότητες ούτε φυσικά επειδή άξαφνα λάτρεψαν την Τέχνη. Είναι ξεκάθαρα θέμα απολεσθέντος κύρους, ίσως και μιας φίλαρχης σχεδόν αφροδισιακής μανίας να αποδείξουν πόσο καλοί θηριοδαμαστές μπορούν να γίνουν. Δύσκολα όμως κρύβουμε ό, τι αταβιστικά έχουμε φορτωθεί, όσο ποταπό και αν είναι, έτσι ώστε η φτήνια των ερωτήσεων που υποβάλλουμε να προκύπτει σχεδόν αβίαστα ως ένα κομμάτι του εξίσου φτηνού εαυτού μας. Έτσι είναι που αποκαλύπτεται η ανικανότητά μας να υποδυθούμε τους θηριοδαμαστές όταν το θηρίο με το οποίο συνομιλούμε είναι Έμπλεο Δόξας.

Εκείνη, η Ζωή, προφανώς το ξέρει. Κάθε φορά που κάθεται απέναντί τους, ξέρει. Έτσι, στο τραγικό τέλος των εκπομπών τους έχει βάλει εκείνη τους κανόνες και ας σφυρίζουν αδιάφορα για όλες τις ιδιωτικού δικαίου ανοησίες που την ρώτησαν. Ξέρω πως όταν μιλάει δημόσια το κάνει για έναν και μοναδικό λόγο: για να λανσάρει την δουλειά της και τον ρόλο της. Μέσα σε αυτό τον μοναχικό, σχεδόν κυνικό τρόπο επικοινωνίας της με τον έξω κόσμο είναι αυτή που κόντρα στα χειροκροτήματα, τις επευφημίες και τις απαιτήσεις του «αιμοβόρου» κοινού δεν άφησε τον εαυτό της να παρασυρθεί ούτε δευτερόλεπτο για να ικανοποιήσει τις αδηφάγες ορέξεις του.

Όλα έγιναν σαν παιχνίδι. Το θέατρό της έτσι το παίζει, σαν το κρυφτό των παιδιών στις γειτονιές. Και για να επανέρθουμε στους δημοσιογράφους-εισαγγελείς, πόση αυταρέσκεια, ματαιοδοξία και εγωισμό μπορείς να χρεώσεις σε μια θεατρίνα που κλείνοντας διαβολικά το μάτι στο κοινό της έχει ομολογήσει με την γοητευτική αφέλεια ενός μικρού παιδιού πως « το θέατρο είναι παρτούζα»;

Κάπως έτσι η μεγάλη αυτή μάρτυρας της υποκριτικής μας έμαθε στον «δικό της τρόπο» να γίνεται το «εγώ» της «εμείς» και να συρρικνώνει ή να διευρύνει τον εαυτό της στα μέτρα κάθε απαιτητικής δουλειάς, κάθε σπουδαίου θεατρικού εγχειρήματος. Η προκρούστια μέθοδος «Λάσκαρη» δεν είναι μόνο που έκανε την ίδια σοφή και σεβάσμια απέναντι στους συνεργάτες της και στους δημιουργούς των έργων που επιλέγει. Πάνω απ’ όλα προκάλεσε ένα ιδιότυπο τετελεσμένο του τρόπου με τον οποίο οφείλουν να εργάζονται όλοι οι μελλοντικοί καλλιτέχνες που απαιτούν την έκσταση στο θεατρικό παιχνίδι.

Γνωριστήκαμε μόλις το 2006. Μα από πολύ νωρίς ζήτησα από τον εαυτό μου να την καταλάβει και να την ψυχανεμιστεί. Ήταν ύστερα από εκείνη την τσαλακωμένη εφηβεία μου, όταν πάσχιζα να την προσεγγίζω παρατηρώντας με ζήλο μικροσκοπίου τις ταινίες της, μεταξύ μερικών αναίμακτων αυνανισμών και μερικών ασύντακτων σημειώσεων σχετικά με τον τρόπο που περπατούσε, κοιτούσε, μιλούσε, σιωπούσε. Ήταν μια συγχυσμένη μέσα μου καύλα για την ηθοποιό και την γυναίκα και όταν πείστηκα πως δεν θα γίνω ποτέ γκόμενος της – η παραληρηματική εφηβεία μου είχε περάσει ανεπιστρεπτί – έσκισα όλα τα ερωτικά γράμματα που της είχα γράψει ως Σπύρος Φωκάς, Νίκος Κούρκουλος, Αλέκος Αλεξανδράκης ή Βαγγέλης Βουλγαρίδης και τα οποία δεν ταχυδρόμησα ποτέ. Ήμουν πια είκοσι χρονών.

Πολυαγαπημένη ανιψιά του στρατηγού Κουρούκλη, την είχα φανταστεί πολλές φορές να μεγαλώνει στα λαμπερά φώτα ενός μεγαλοαστικού κόσμου, κάπως αγέλαστη και αμήχανη μέσα στα δαντελένια λευκά φορεματάκια της και στις περιποιημένες ξανθιές μπούκλες της, πλήρως συμμορφωμένη με τους αυτονόητους κανόνες της στρατιωτικής οικιακής τάξης. Ο ανθυπολοχαγός πατέρας της σε ηλικία 24 χρονών δολοφονήθηκε από τους κομμουνιστές και η μητέρα της πέθανε λίγα χρόνια μετά από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 27 χρονών. Η Ζωή δεν πρόλαβε να συμμετάσχει σε τίποτα από αυτά που ενδεχομένως αργότερα να γίνονταν «ωραία παραμύθια» για λαμπερούς μεγαλοαστικούς κόσμους και ευτυχισμένες άνετες ζωές. Το όνειρο της παιδικότητας είχε τελειώσει την στιγμή ακριβώς που άρχιζε.

Το 1951 τα πλήθη επευφημούν τον λαϊκό τους ήρωα Παπάγο φυλάσσοντας και μερικά αποθέματα συμπόνιας για τα ορφανά και κατατρεγμένα. Το θέμα του πίνακα είναι η σπαραγμένη μετεμφυλιακή Ελλάδα, αλλά κάπου πίσω στο φόντο η Ζωή – με το κεφάλι πάντα ψηλά – είναι υποχρεωμένη να μάθει με συνοπτικές διαδικασίες να τα βγάζει πέρα ολομόναχη.

Μεγαλώνει στην Θεσσαλονίκη με τον παππού και την γιαγιά της αλλά κάνει συχνά ταξίδια στην Αθήνα για να βλέπει τους συγγενείς του πατέρα της και την λαμπερή πρωτεύουσα. Βαριέται φριχτά, παρ’ όλα αυτά. Η γενέθλια γη φωνάζει μέσα της, όπως θα φωνάζει μέχρι και σήμερα. Κανένας τόπος ποτέ δεν θα αντικαταστήσει την περίοπτη θέση της Θεσσαλονίκης στην καρδιά της. Είναι το κέντρο του κόσμου της, είναι οι φίλοι της, είναι οι αναμνήσεις της. Οι δρόμοι της κρύβουν ακόμα κάτι από τις πιο συγκινητικές στιγμές της ζωής της, κάτι από την εκτοπισμένη της παιδικότητα. Να’ την που παίζει μόνο και πάντα με τα αγόρια. Είναι τόσο όμορφη και τόσο θελκτική που όλες όσες την προσεγγίζουν προκαλούν από μόνες τους έναν εις βάρος τους αθέμιτο ανταγωνισμό. Την φαντάζομαι «να καθαρίζει» αυτή για πάρτι των φίλων της κάθε φορά που μπλέκονται σε παιδικές βρομοδουλειές, να οργανώνει υπομονετικά και μεθοδικά τον μικρόκοσμο τους, τις απογευματινές εξόδους τους, να διεκδικεί επάξια όλα τα φώτα και τις προσοχές των πιστών της αφήνοντας στο σκοτάδι όλα τα κοινωνικά τραύματα και τα προσωπικά δράματα τους. Τους χάριζε με γενναιοδωρία την παρηγοριά της φρεσκάδας και της λάμψης της και επομένως ο μοναδικός τρόπος για να μπορέσει να «συναντηθεί» κάποιος μαζί της ήταν αυτός: να της χαρίσει αυτό που είχε ανάγκη, τον σεβασμό και την φιλία του.

Τι είναι άραγε αυτό που θα σπρώξει μια κόρη στρατηγού, που φοίτησε στην σχολή Βαλαγιάννη και στην σχολή Καλογραιών Καλαμαρί, που γνώριζε άπταιστα γαλλικά και καλούς τρόπους, ορφανό στην εποχή του μετεμφυλιακού ορυμαγδού, να δηλώσει συμμετοχή στα καλλιστεία για την ανάδειξη της Σταρ Ελλάς 1959;

Δεν είναι ούτε δεκαπέντε αλλά είναι πεισματάρα, όμορφη και αποφασισμένη. Είτε επειδή ο θείος της «μυριζόταν» το μελλοντικό σταριλίκι, είτε επειδή δεν «μυριζόταν» καθόλου μέλλον στις σχολές που φοιτούσε την πείθει να συμμετάσχει στα καλλιστεία. Η Ζωή, που γνωρίζει από τότε καλά τι θα εκπροσωπήσει και τι θα ενσαρκώσει – μεγαλειώδης ιέρεια στους μικρούς και μεγάλους ρόλους – «μαγειρεύει» τα χαρτιά της για να εμφανίζεται ενήλικη και μπαίνει στην κούρσα των καλλιστείων νικήτρια εξ αρχής.

Θα μας τρελάνει και η Ζωή και η ζωή της. Τον τίτλο δεν τον θέλει, ίσως να τα βαριέται όλα αυτά, αλλά τον κερδίζει. Είναι μια μικρή μάχη, νικηφόρα, από τις ουκ ολίγες που θα κερδίσει στην ζωή της είτε το θέλει είτε όχι. Ένα απίστευτα γόνιμο και θετικό κάρμα την μαρκάρει στενά μέχρι σήμερα. «Θετική σκέψη», λέει η ίδια ακόμα και σήμερα επενδύοντας όλη την δύναμη και την σοφία της σε αυτήν. Μου αρέσει που συνταξιδεύοντας στην περιπέτεια της ζωής της την βλέπω να μην διεκδικεί ποτέ και τίποτα, ίσως μόνο την αδιαφάνεια στα προσωπικά της και έναν αυτονόητο σεβασμό, να βαδίζει πάντα μπουσουλώντας, όπως δεν είχε βαδίσει ποτέ σαν παιδί, αλλά να πειθαρχεί με οίστρο στρατηγού σε ό, τι με γενναιοδωρία της προσέφερε αυτή η ζωή.

Όχι, τελικά ίσως κάνω λάθος. Ένα κορίτσι που γεννήθηκε σταρ και που «σκέφτεται θετικά» γνωρίζει πως η μεταφυσική των συμπτώσεων θα την βοηθάει πάντα να πρωταγωνιστεί στις σκηνές των πιο σπουδαίων καλλιτεχνικών «εγκλημάτων». Φαίνεται πως περισσότερο από όλα τα ιερά τέρατα του θεάτρου και του κινηματογράφου ήταν αυτή που είχε ζήσει νοερά εξ αρχής όλη την επερχόμενη καλλιτεχνική δόξα. Επειδή  εργαζόταν σκληρά και επειδή απλά «σκεφτόταν θετικά».

Βροχή οι προτάσεις από τα αμερικανικά κινηματογραφικά μεγαθήρια. Διαφημιστικά σποτ για την αμερικάνικη τηλεόραση και συμβόλαιο με την MCA και το CBS. Για δεκαοχτώ ολόκληρους μήνες θα ζει το αμερικάνικο όνειρο φορώντας το λαμπερό στέμμα της Σταρ Ελλάς. Στην Νέα Υόρκη είναι ανακουφιστικά απολύτως άγνωστη αλλά η πόλη που δεν κοιμάται ποτέ έχει την Coca Cola, τις θορυβώδεις λεωφόρους και την Μέριλυν και η Ζωή δεν έχει καμία διάθεση να υποκριθεί στην αληθινή ζωή τίποτα διαφορετικό εκτός από τον εαυτό της.

Ποια είναι αυτή η αυθάδης που θα τολμήσει να απορρίψει συνεργασίες με τον Κούνδουρο και τον Χατζηχρήστο;

Είναι το ίδιο ακριβώς κορίτσι που για χάρη του λατρεμένου της Φίνου θα αλλάξει το επώνυμό της από Κουρούκλη σε Λάσκαρη, θα υπογράψει αποκλειστικό συμβόλαιο συνεργασίας μαζί του και θα πρωταγωνιστήσει στον «Κατήφορο» ανοίγοντας περίλαμπρα τις πόρτες της σχολής υποκριτικής μεθόδου Λάσκαρη, όπως την ονόμαζε ένας πολύ καλός φίλος μου κριτικός θεάτρου: δεν κοιτάζει ποτέ αυτάρεσκα τον φακό, δεν αυτοϊκανοποιείται υποδυόμενη τον ρόλο, δεν περισσεύει τίποτα από την ερμηνεία της. Εκτός μόδας ανέκαθεν η Ζωή Λάσκαρη αρνείται να συντηρήσει το κινηματογραφικό κοινό του εξήντα. Βγάζει προκλητικά την γλώσσα στους κινηματογραφιστές και κινηματογραφόφιλους, με την φόρα ενός απείθαρχου και ασυμβίβαστου ορφανού, σαρκάζοντας ένα πειθαρχημένο στην φόρμα κοινό που μοιράζεται στους πιστούς των καθώς πρέπει καλομαθημένων κοριτσιών και στους πιστούς της πονεμένης φτωχολογιάς.

Όχι, δεν είχε σκάσει μύτη στο πανί για να δικαιώσει το λαϊκό αίσθημα. Δημιούργησε την νέα γενιά θεατών, απόλυτα μοντέρνα, όπως οι ηρωίδες της, που αντιλέγουν, επαναστατούν, αγαπούν όπως θέλουν και όχι όπως πρέπει, ονειρεύονται, φτύνουν την σαπίλα του κοινωνικού συστήματος και αρνούνται πεισματικά το προξενιό. Η ηρωίδα της Λάσκαρη, διαχρονικά, μαθαίνει να ερωτεύεται από μόνη της ακολουθώντας πιστά το γυναικείο της ένστικτο. Το «πάνω απ’ όλους και κάτω από αυτόν που αγαπώ» γίνεται η πρώτη φεμινιστική υποψία. Την δεκαετία του εξήντα. Από την Λάσκαρη.

Ακολουθούν όλες οι μεγάλες εισπρακτικές επιτυχίες του Φίνου στις οποίες η Λάσκαρη χτίζει μεθοδικά την περσόνα της μοιραίας και δυναμικής, κόντρα στις μόδες και τις λογικές ενός πληκτικού κινηματογραφικού «ρεύματος» και μιας μοδάτης ηθικής αποτίμησης των σεναρίων. Σπάει με το τσεκούρι τον αφελή διαχωρισμό «καλού» και «κακού» ήρωα παρουσιάζοντας το ίδιο πρόσωπο στις διαφορετικές όψεις του νομίσματος. Ο άγγελος μπορεί στα ερωτικά του να γίνει δαίμονας και ο δαίμονας να γίνει άγγελος αν ερωτευτεί πραγματικά.

Ποια είναι η Λάσκαρη και ποιες οι ηρωίδες της; Και που βρίσκεται άραγε ώστε να μην μπορώ να την δω εγώ «η νόστιμη και χαριτωμένη κυρία Λάσκαρη» για την οποία έγραψαν οι κριτικοί της εποχής;

Στις γνωστές της ταινίες μπορώ να δω μονάχα ένα Ιερό Τέρας, ένα βασανιστικά διαολεμένο κορίτσι, μια ηθοποιό της μεθόδου που παλεύει μόνη να μην γίνει μόδα και μανιέρα, να μην ταυτιστεί με το κοπάδι ενός πολυσέλιδου καταλόγου ηθοποιών που θαμπώθηκαν και μέθυσαν από τον θαυμασμό του κοινού και δεν τόλμησαν να υποδυθούν απολύτως τίποτα από τους «απέναντι» ρόλους με τον φόβο μην τραυματίσουν κάτι από την προσεκτικά διαμορφωμένη εικόνα τους, δεν τόλμησαν να αμφισβητήσουν όσα τους υποδείκνυε ο θαυμασμός των πιστών τους.

Ναι, η Ζωή ήταν ένα κορίτσι καύλα, αλλά είναι και μια σπουδαία ηθοποιός και την Δόξα την ήθελε πάση θυσία αλλά με τους δικούς της όρους και τον δικό της ορισμό.

Το 1967 παντρεύεται τον επιχειρηματία Πέτρο Κουτουμάνο και ένα χρόνο μετά γεννιέται η Μάρθα. Εκείνος θέλει οικογένεια, ησυχίες, πειθαρχίες και πολύ πολύ χρόνο για να γίνει ένας ιδανικός σύζυγος και ένας στοργικός πατέρας. Εκείνη είναι πλέον σύζυγος και μητέρα αλλά είναι και πρωταγωνίστρια και πάνω στην φόρα ενός παράφορου έρωτα ξεκινάει ένα ιδιωτεύειν εξόχως τεατράλε λες και φαντάζεται τα επερχόμενα πρωτοσέλιδα: «Η κυρία Λάσκαρη αποσύρεται οριστικά για χάρη ενός μεγάλου έρωτα».

Θα αντέξει να υποδύεται την κυρία Κουτουμάνου μόλις τρία χρόνια. Έχει τελειώσει ήδη την Δραματική Σχολή Κατσέλη και δίχως ίχνος ψευδαισθήσεων δηλώνει πως είναι σταρ, αλλά θέλει να γίνει και καλή ηθοποιός χαράζοντας έτσι προκλητικά τα όρια ανάμεσα στην αναγνωρισιμότητα και στο ταλέντο.

Η Λάσκαρη είναι στρατιώτης – μα και τι άλλο θα ήταν μια κόρη στρατιωτικού; Θα εργαστεί σκληρά και ανελέητα για να καλλιεργήσει περεταίρω αυτά που η φύση της χάρισε με γενναιοδωρία. Θέλει να γίνει μια καλή ηθοποιός, αλλά το τίμημα; Μα αυτή δεν ήταν που είπε κάποτε το περίφημο «Φθείρε το κορμάκι σου πριν το φάει το μαύρο χώμα»; Φυσικά, όμως δεν ασπάζεται καθόλου τους κανόνες που υπαγορεύουν στους σταρ να πεθάνουν πληρωμένοι δίχως να έχουν ζήσει σχεδόν τίποτα. Θέλει να είναι σταρ, αλλά δεν θα πουλήσει την ψυχή της.

Με την πρώτη της θεατρική εμφάνιση ο σύζυγός της καταθέτει αίτηση διαζυγίου με πρόσχημα όλα όσα θα προκαλέσουν θόρυβο και θα σκανδαλίσουν γύρω από το όνομά της. Η Ζωή ξενυχτάει. Δεν είναι καλή μητέρα. Ξοδεύει. Θέλει να παίζει μόνο θέατρο. Οι εφημερίδες ξεσπαθώνουν, εκείνος απολαμβάνει για αρκετό καιρό τα πρωτοσέλιδα που αναγράφουν το όνομά του και  εκείνη, αφοπλιστική, εξηγεί στα πλήθη πως το καλλιτεχνικό της σύμπαν απλά δεν συγγένευε με αυτό του πρώην συζύγου της.

Τι είναι αυτό που κάνει μια τόσο περιχαρακωμένη και λιγομίλητη θεατρίνα να είναι περιζήτητη;

Τα καλλιτεχνικά ήθη, από καιρό, είχαν επιβάλλει και υποβάλλει στον καλλιτέχνη να ρίχνει την προσωπική του ζωή βορά στα θηρία ώστε να «χτυπάει» τονωτικές ενέσεις στην δημόσια εικόνα του. Η Ζωή, από τότε πολέμια της κάθε μόδας που έτσι και αλλιώς γερνάει εύκολα, έμαθε να κρύβεται για να την ψάχνουν. Είχε επιλέξει μια αξιοπρεπή και αθόρυβη στάση ζωής, είχε επιλέξει την σιωπή για την προσωπική της ζωή, είχε επιλέξει την αδιαφορία όλων των bonus που χαρίζει η δημόσια έκθεση. Έως και σήμερα, ανεκδιήγητα συνεπής με όσα από τότε εφήρμοζε, σιωπά ακόμα και στα πιο ανελέητα χτυπήματα κάτω από την μέση αντιμετωπίζοντάς τα καρτερικά, διακριτικά και αθόρυβα χωρίς να κάνει χρήση του ιδιωτικού της κόσμου προκειμένου να απασχολήσει την επικαιρότητα ή να κερδίσει την προσοχή ή την συμπάθεια του κοινού.

Χρησιμοποίησε μονάχα την αγάπη της για το θέατρο. Μίλησε μόνο μέσα από τους ρόλους της. Αλλά και εκεί δεν άφησε τους θαυμαστές της να την παρασύρουν και αρνήθηκε στωικά να δεσμευτεί από αυτούς. Τόλμησε να παίξει έργα που αγάπησε και που πίστεψε πως της ταιριάζουν και ας ήταν δύσκολα ή αντικομφορμιστικά, δοκιμάζοντας παράλληλα το εύρος και την ποιότητα της πίστης του κοινού σε αυτήν. Εκτέθηκε μόνο εκεί, στο θέατρο και το έκανε με έναν τρόπο σοφό, σιωπώντας σε κάθε λέξη που ειπώθηκε ή γράφτηκε για την μεγαλειώδη αυτή καριέρα, γνωρίζοντας καλά πως όταν αποφασίζεις να εκτεθείς είσαι υποχρεωμένος εκτός από το να χειροκροτείσαι και να διαβάλλεσαι.

Μου αρέσει πολύ όταν λέει πως δεν έχει φιλοδοξίες.

«Απλώς θέλω να κάνω ωραία πράγματα», λέει μόνο και αυτό αρκεί. Είναι όμορφο να ξέρεις ότι λέγοντας πως δεν έχεις φιλοδοξίες στην πραγματικότητα λες πως δεν πρόκειται να τα θυσιάσεις όλα για όλα, πως υπάρχουν ακόμα μονάκριβες αξίες κρατημένες με αγάπη μονάχα για εκείνην και τους αγαπημένους της ανθρώπους.

Έχω καιρό να ακούσω καλλιτέχνη να δηλώνει απλά πως θέλει να κάνει ωραία πράγματα. Ακόμα και αν το λέει για αστείο ή για να εντυπωσιάσει ξέρω πως η Λάσκαρη θέλει να κάνει πάντα ωραία πράγματα ίσως επειδή εκτιμάει και υποκλίνεται στο ωραίο, ίσως πάλι γιατί ξέρει να σέβεται μαζί με τον εαυτό της και το κοινό που την παρακολουθεί δεκαετίες.

Τι αλήθειες μπορεί να έχει μια συνέντευξη με την Λάσκαρη αν δεν αναφερθεί στον Βοσκόπουλο;

Η αθάνατη λογική της κλειδαρότρυπας! Μα ποιος σοβαρός άνθρωπος θα ασχοληθεί με μικρές εφήμερες ερωτικές περιπέτειες όταν παραδίπλα υπάρχει η Στεφανία, η Άγκνες, η Άννα, η Άλμα;

Η αληθινή ζωή του ηθοποιού είναι κάπου εκεί μέσα: στον κόσμο των ηρώων του, στον κόσμο που η Λάσκαρη ρημάχτηκε για μια ολόκληρη θεατρική ζωή. Που κουβαλώντας την σημαία μιας νικηφόρας επέλασης από την «χρυσή» εποχή του κινηματογράφου αναμετρήθηκε με τους ήρωες-τέρατα του θεάτρου δίχως να έχει καμία σημασία εάν σε αυτές τις μάχες, τις μάχες της σκηνής νίκησε ή νικήθηκε.

Σημασία μόνο έχει πως φωταγώγησε τα θεατρικά μας απογεύματα με έναν τρόπο αντάξιο μιας δυσβάσταχτης νοσταλγίας και δεν συμμερίζομαι καθόλου τις υστερίες κάποιων φίλων μου που ένα θεατρικό βράδυ περιγελούσαν την κυρία του από πίσω καθίσματος που τόλμησε να σχολιάσει πως η Λάσκαρη δεν είχε αλλάξει καθόλου από την εποχή της Στεφανίας.

Μα πράγματι, η Ζωή δεν έχει αλλάξει καθόλου. Διεκδικεί με τον ίδιο τρόπο, αγαπάει με τον ίδιο τρόπο, παλεύει με τις ίδιες δυνάμεις και σκίζεται στην δουλειά από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Μόνο που τώρα έχει μέσα της και κάτι από την Μάρθα, την Άννα, την Πέπσι, την Άλμα. Και μεταξύ αυτών όλων των φαινομενικά αγεφύρωτων ηρωίδων του θεάτρου μόνιασε μέσα της, πάνω της, γύρω της, δυο μεγάλες εποχές, αυτές της εφηβείας και της ενηλικίωσης μας που πάλευαν χρόνια μέσα μας και μου μαζί της θυμούνται και ονειρεύονται.

Η Ζωή παντρεύτηκε τον Αλέξανδρο Λυκουρέζο. Φωτογραφήθηκε γυμνή για το Playboy δίχως στην πραγματικότητα να πάρει μια δραχμή. Είχε ζητήσει μόνο να έχει όλες τις ανέσεις για μια άρτια φωτογράφηση. Είπε όχι στην τηλεόραση και σε εκπομπές σκουπίδια. Υπολογίζει πολύ τους ανθρώπους με αγωγή. Κλαίει πολύ, αλλά όχι δημόσια, άρα κλαίει αληθινά. Τόλμησε να πει πως δεν θεωρεί σκηνοθέτη τον Αγγελόπουλου. Θέλει να παίξει Φασμπίντερ. Σκέφτεται καθημερινά να τα παρατήσει όλα, αλλά δεν θα το κάνει μέχρι να έρθει η ώρα για να τα παρατήσει. Και φυσικά δεν χρειάζεται να μάθουμε σε ποιον λέει από πάντα ένα μεγάλο «ευχαριστώ».

Μαζί με ένα από τα ερωτικά γράμματα που δεν έστειλα ποτέ στην Λάσκαρη έχω κρατήσει και μια ασπρόμαυρη φωτογραφία της από την εποχή του «Αγάπη για πάντα». Εκεί που τα χείλη της κλείνουν μελαγχολικά και τα μαλλιά της μοιάζουν να σπαράζουν έχοντας πάρει μια κλίση προς τα κάτω. Σκέφτομαι πως είναι ευτυχισμένη εντέλει και ας ξέρω λίγα για την ζωή της, από αυτά φυσικά που εκείνη ήθελε να μάθω. Και υποψιάζομαι πως όταν κλείνει η αυλαία, η όποια αυλαία, επιστρέφει ήσυχη στην γαλήνη ενός μειλίχιου συζύγου που της προσφέρει ήσυχους ύπνους και που θυμάται μαζί του όμορφες ιστορίες. Μα και τίποτα από αυτά να μην συμβαίνει προτιμώ να κρατήσω αυτό που μου είπε ένα βράδυ στο τηλέφωνο, με εκείνη την μαγευτική φωνή που περισσότερα υπονοεί παρά αποκαλύπτει:

«Να μην με βλέπετε όπως με έχετε στο μυαλό σας. Να με βλέπετε όπως είμαι».