Ζωή Λάσκαρη: «Δεν μπορούμε να αρέσουμε σε όλους»

28 Ιανουάριος 2014
 28 Ιανουαρίου, 2014

Πάνω από πέντε δεκαετίες στο φως των προβολέων, κι όμως εκμυστηρεύεται πως, ακόμη και σήμερα, κάθε φορά μοιάζει με πρώτη φορά. Η Ζωή Λάσκαρη δηλώνει ευθαρσώς «tabula rasa» πριν από κάθε νέα δουλειά. Ετοιμη για την επόμενη πρόκληση, σαν να μην υπήρξε προηγούμενη. Και ταυτόχρονα τόσο βαθιά συμφιλιωμένη με τις επιλογές τού χθες. Τόσο χορτασμένη από τα όσα προσφέρει το σήμερα. Και τόσο απελευθερωμένη από βαρίδια – ευσεβείς πόθους και απωθημένα – για το αύριο. Η μακρά πορεία της μοιάζει να έχει διαγράψει δύο κύκλους, ο ένας ακόμη ανοιχτός· η πρώτη εποχή, συνυφασμένη με τη «χρυσή περίοδο» του ελληνικού κινηματογράφου, η δεύτερη, τα χρόνια της ωριμότητας, αυστηρά επικεντρωμένη στο θεατρικό σανίδι. Οι συνεργασίες με καταξιωμένους σκηνοθέτες υπήρξαν πολλές. Αντίστοιχα πολλοί ήταν και οι εμβληματικοί ρόλοι που υποδύθηκε κατά καιρούς και οι οποίοι την έφεραν από τη σκηνή του θεάτρου που φέρει το όνομά της μέχρι την Επίδαυρο. Με αφορμή τη θεατρική επιστροφή της με τα «Ωραία χρόνια» (σ.σ.: «Παλιοί καιροί») του Χάρολντ Πίντερ, η «Ζωίτσα» μιλάει στο BHmagazino για τη ζωή, την τέχνη και την πολιτική.

 
Κυρία Λάσκαρη, ο Αλέξης Μινωτής, με τον οποίο υπήρξαμε και οι δύο φίλοι, στα 90 του χρόνια εξέφραζε μια φοβερή επιθετικότητα, όπως άλλωστε σε όλη του τη ζωή. Όταν ρωτήθηκε γιατί το κάνει αυτό, απάντησε ότι θεωρεί εξαιρετικά τυχερό τον εαυτό του που, παρά την ηλικία του, εξακολουθεί να θυμώνει με τα κακώς κείμενα. Παρατηρώ ότι έναν αντίστοιχο θυμό διακρίνει κανείς και σε εσάς. «Είναι αδύνατον πια στην ηλικία που έχω φτάσει να μην μπορώ να πω τα πράγματα με το όνομά τους. Απορώ με πολλούς ανθρώπους που δεν τολμούν να πουν οτιδήποτε θα θυμώσει ή θα εξοργίσει τους άλλους, και ο φόβος τούς κάνει να φοράνε μια μάσκα που γίνεται ένα με το πρόσωπό τους. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, τι συμβαίνει; Ήρθαμε στη ζωή αυτή για να φύγουμε με μια μάσκα στο πρόσωπο; Κατ’ αρχάς, δεν έχω θυμό μέσα μου, όπως δεν είχε και ο Μινωτής. Ήταν εκρηκτικός, όπως εκρηκτική είμαι και εγώ, αν και ξέρω ότι με το να είμαι εκρηκτική, πολλές φορές χάνω το δίκιο μου, αλλά δεν με πειράζει. Δεν μπορούμε να είμαστε αρεστοί σε όλους, φτάνει βέβαια να μην προσβάλλεις κανέναν. Εγώ, έτσι κι αλλιώς, πάντα μιλούσα. Είμαι πολύ προβληματισμένη με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Χρειαζόμασταν έναν εχθρό και τον ανακαλύψαμε στα πρόσωπα των πολιτικών, της Μέρκελ, του μνημονίου. Κανείς δεν φταίει για κανέναν παρά το γεγονός ότι ο καθένας είναι υπεύθυνος πρώτα για τον εαυτό του και μετά για το σύνολο. Δεν σας κάνει εντύπωση μια τρομερή αντίφαση; Από τη μια μεριά απαξιώνουμε την πολιτική και από την άλλη περιμένουμε τα πάντα από τους πολιτικούς. Όμως για το τανγκό χρειάζονται δύο. Διερχόμαστε την περίοδο ενός οικονομικού πολέμου και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο παρά να είμαστε ως λαός ενωμένοι. Και προπαντός να καταλάβουμε ότι την “πληρώνουμε” πάντα γιατί ασυναίσθητα εξυπηρετούμε τα συμφέροντα κάποιων άλλων».

Σε αντίθεση με τη συχωρεμένη Τζένη Καρέζη, που την ενοχλούσε όταν της μιλούσες για το κινηματογραφικό της παρελθόν, εσείς φαίνεστε συμφιλιωμένη μαζί του. «Πώς να το σχολιάσω τώρα αυτό; Το παρελθόν δεν μπορείς να το σβήσεις, έτσι κι αλλιώς. Το μόνο που μπορείς να καταφέρεις είναι να κάνεις τον άλλον να χαμογελάσει εις βάρος σου και να σε πει αχάριστο και επηρμένο. Ακόμη και ο ειδεχθέστερος εγκληματίας να έχεις υπάρξει, δεν μπορείς να αρνηθείς το παρελθόν σου, θα το κουβαλάς ώσπου να φύγεις από τούτη εδώ τη ζωή. Πόσω μάλλον όταν το παρελθόν σου σε έχει κάνει αυτό που είσαι τώρα. Έχουμε μπερδευτεί λιγάκι σε σχέση με την ποιότητα και τη σοβαροφάνεια. Είναι σαν να λέμε ότι τώρα είμαστε σοβαροί, είμαστε προοδευτικοί, είμαστε αριστεροί και αρνιόμαστε τις ταινίες που είχαμε κάνει τότε. Είναι ακριβώς όπως όταν σου λένε ότι το να πεις “ευχαριστώ” ή “παρακαλώ” είναι ένδειξη αστικής αγωγής. Η αγωγή, όμως, δεν έχει να κάνει ούτε με τη Δεξιά ούτε με την Αριστερά. Η αγωγή είναι αγωγή».

Είναι γνωστό ότι είχατε δύσκολα παιδικά χρόνια. Τον πατέρα σας τον χάσατε ενώ ήσασταν μηνών, τη μητέρα σας σε πολύ μικρή ηλικία. Σε σχέση με όσα ακολούθησαν στη ζωή σας, κινηματογράφο, θέατρο, οικογένεια, μητρότητα – είστε και γιαγιά τώρα πια – στο βάθος υπάρχει ένα αίσθημα πληρότητας ή πίκρα; «Πληρότητα δεν μπορεί να υπάρξει για κανέναν ποτέ, εκτός και αν είναι χαζοχαρούμενος. Ούτε, όμως, και πίκρα. Είμαι θύμα του Εμφυλίου, τον πατέρα μου τον σκότωσαν όταν ήταν 24 χρόνων και εγώ οκτώ μηνών. Δεν τον βρήκαν ποτέ, επισήμως θεωρείται αγνοούμενος. Η μητέρα μου πέθανε όταν ήμουν επτά χρόνων. Μεγάλωσα με τον παππού και τη γιαγιά. Όσο μεγάλη, όμως, και αν ακούγεται η έλλειψη, δεν οφείλεται μόνο στην απουσία. Είναι φοβερό να μην ακούσεις ποτέ τον εαυτό σου να λέει τις λέξεις “μπαμπά” ή “μαμά”. Ήμουν, λοιπόν, πολύ θυμωμένη με τους κομμουνιστές, αν και αγαπούσα τον Ηλία Ηλιού και τον Λεωνίδα Κύρκο, έρχονταν στις πρεμιέρες μου, με αγαπούσαν κι αυτοί. Οταν έγινε το 1ο Συνέδριο του ΚΚΕ Εσωτερικού στον Πανιώνιο, παρακάλεσα τον Αλέξανδρο να με πάρει μαζί του. Ζητούσα διέξοδο για τον θυμό και την οργή που κουβαλούσα μέσα μου. Και πραγματικά, έγινε το θαύμα. Όταν είπαν “ενός λεπτού σιγή” για αυτούς που είχαν πέσει θύματα, και σηκωθήκαμε όρθιοι, έκλαψα με λυγμούς. Τότε συνειδητοποίησα ότι υπήρξαν θύματα και από τις δύο πλευρές».

Όμως οι ταμπέλες ότι «αυτός είναι δεξιός», «εκείνος είναι αριστερός», εξακολουθούν να ισχύουν σαν να μην έχουν γίνει πραγματικά οι τεράστιες αλλαγές στην κοινωνικοπολιτική σύσταση της χώρας. «Πρέπει να το καταλάβουμε, δεν υπάρχει πια Αριστερά και Δεξιά. Υπάρχουν μόνον ακραίες καταστάσεις και, όπως πολύ σωστά το είπε ο Βενιζέλος, “ένα άκρο υπάρχει”. Αυτό το άκρο είναι το κακό. Είναι πολύ σοβαρό πράγμα η πολιτική, για να την εξισώνουμε με τον Ολυμπιακό, τον Παναθηναϊκό και την ΑΕΚ. Δεν μπορεί πια να μας ενδιαφέρει ποιος είναι αυτός που θα κάνει καλό στον τόπο. Όπως δεν μπορεί να εκμεταλλευόμαστε τον τόπο και να μην τον αγαπάμε. Ούτε ο καθένας να κοιτάζει την πάρτη του και γι’ αυτό να τον ενδιαφέρει η εξουσία. Και έστω και την πήρε την εξουσία, τι να την κάνει αν ο τόπος θα έχει καταστραφεί; Να κυβερνήσω ποιον, έναν κατεστραμμένο τόπο; Αυτά τα πολύ απλά πράγματα, δεν τα σκέφτονται; Μπορώ και μιλάω γιατί ούτε πολιτικός είμαι ούτε φιλοδοξώ να γίνω».

Κυρία Λάσκαρη, για να αλλάξουμε λίγο κλίμα, να μιλήσουμε για τους σκηνοθέτες με τους οποίους έχετε συνεργαστεί; Βολανάκης, Βουτσινάς, Φασουλής, Σαπίρο. «Κατ’ αρχάς, οφείλω πολλά στον Πέλο Κατσέλη. Είναι περίεργο πώς τόσα χρόνια μετά, όταν είμαι στη σκηνή, μου έρχονται στο μυαλό πράγματα που μας έλεγε όταν ήμουν στη σχολή. Αν και αισθάνομαι ότι δεν υπήρξα καλή μαθήτρια, ίσως γιατί λόγω του κινηματογράφου που έκανα εκείνη την εποχή με αντιμετώπιζαν στη σχολή ως σταρ, και ντρεπόμουν. Από τότε, όμως, χρονολογείται η ανάγκη μου να έχω έναν σκηνοθέτη, όχι τροχονόμο, όπως έλεγε ο Μινωτής, αλλά επί της ουσίας, δηλαδή έναν δάσκαλο. Στάθηκα τυχερή και με τον Βουτσινά, και με τον Κακογιάννη, και με τον Φασουλή, και με τον Ρεμούνδο, και με τον Τσακίρη, και με τον Σαπίρο βέβαια. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον Φασουλή, όταν κάναμε πρόβες για πέντε μήνες, προτού αρχίσουν οι κανονικές πρόβες, στο έργο “Οι άντρες προτιμούν τις ξανθιές”. Έπρεπε να μάθω κλακέτες, να τραγουδάω, και πολλά άλλα. Όταν του είπα “δεν θα τα καταφέρω”, ήρθε και με αγκάλιασε και μου ψιθύρισε: “Μπορείς και θα το κάνεις”. Μου έδωσε φτερά, τον λατρεύω. Ή τον Βουτσινά, όταν του είπα στην ανάγνωση ακόμη, στο “Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;”, στο ΚΘΒΕ, ότι “νιώθω σαν ένα άδειο χαρτί”. Μου απάντησε: “Πολύ ωραία, πάρα πολύ ωραία. Έχουμε, λοιπόν, να γράψουμε πάρα πολλά”».

Μια πλειάδα μεγάλων ρόλων σε θεατρικά έργα την τελευταία δεκαετία· «Ευαίσθητη ισορροπία», «Διαμάντια και μπλουζ», «Άλμα Μάλερ» και «Ρόουζ», «Ωραία χρόνια» τώρα, και λίγο παλαιότερα «Ο Ορφέας στον Αδη», «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;»… Σαν να δείχνετε απρόθυμη να κεφαλαιοποιήσετε τη δουλειά σας. «Τι θα έπρεπε να κάνω πέρα από το να κάνω σωστά τη δουλειά μου; Είναι φθορά το να προσπαθείς να βρίσκεσαι διαρκώς στο μυαλό των άλλων. Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να γίνεται μαϊντανός. Ούτε να μετέρχομαι τη ζωή μου σαν να είμαι έμπορος μόνο και μόνο για να είμαι στην επικαιρότητα. Η διάρκεια ενός ανθρώπου έχει σχέση με το πόσο έχει πονέσει και με το πόσα πράγματα έχει απαρνηθεί. Μήπως δεν έχει ο κόσμος τα προβλήματά του ώστε να πρέπει να απασχολείται με μένα ή με τον οποιονδήποτε σαν και μένα; Όταν κάνω, βέβαια, μια δουλειά επιβάλλεται να την προστατεύσω με το να τη δημοσιοποιήσω. Το επιπλέον γιατί; Δεν είμαι επί παντός επιστητού. Προτιμώ να ακούω τα πάντα και να κάνω μέσα μου το ξεκαθάρισμα παρά να μιλάω».

Για ποιον λόγο διαλέξατε να ανεβάσετε, αρχές του 2014, τους «Παλιούς καιρούς» του Πίντερ; «Κάτι πυροδοτήθηκε μέσα μου διαβάζοντας το έργο, αλλά αν με ρωτήσετε τι ακριβώς, δεν το ξέρω. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω γιατί το διάλεξα. Αν προσπαθήσω να το αναλύσω, ίσως και να μην το πω σωστά. Την απάντηση γιατί θέλησα να το κάνω και γιατί τελικά το έκανα, μόνον η σκηνή μπορεί να τη δώσει. Ίσως αυτή η ατμόσφαιρά του, που δεν ξέρεις αν κάτι όντως έχει συμβεί στο παρελθόν, ή πρόκειται για κάτι που το έχουν φανταστεί οι ήρωες του έργου, να ανταποκρινόταν σε μια αγωνία που να ήθελα να τη μοιραστώ με άλλους».

Μετά τη «Ρόουζ», για δεύτερη φορά σάς σκηνοθετεί ο Σαπίρο. «Όταν έχεις συνεργαστεί με σκηνοθέτες όπως ο Βουτσινάς, ο Βολανάκης, ο Κακογιάννης – για να αναφέρω μόνο τους πεθαμένους – νιώθεις να σε κυριεύει μια απόγνωση. Τον Σαπίρο τον γνώρισα όταν ήρθε στην Ελλάδα και έπαιξε τον “Βυσσινόκηπο” με το Εθνικό Θέατρο της Μόσχας. Με τη “Ρόουζ” είδα ότι δεν είναι μόνον ο σπουδαίος σκηνοθέτης, αλλά και ο δάσκαλος που χρειαζόμουν, αφού ξεκινώ πάντα σαν να μην ξέρω τίποτε. Δεν έχει ξανακάνει Πίντερ, αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια των προβών αισθανόμουν σαν να μην έχει κάνει τίποτε άλλο στη ζωή του παρά μόνο Πίντερ. Όσο σπουδαίος είναι, άλλο τόσο είναι και απλός. Είναι ο σκηνοθέτης που απαντάει σε όλα τα “γιατί”».

Σκεφτήκατε ποτέ, με την πείρα τόσων χρόνων στο θέατρο, να σκηνοθετήσετε η ίδια; «Ούτε κατά διάνοια. Δεν έχω καμία σχέση με αυτή την υπόθεση. Δεν μπορώ να κάνω τη δασκάλα όταν χρειάζομαι δάσκαλο εγώ η ίδια».

Υπάρχουν ρόλοι που ονειρεύεστε να παίξετε; «Όχι, κανέναν. Επειδή διαβάζω πολλά έργα, μπορεί να υπάρξει ένα έργο που να το σκέφτομαι για χρόνια, τελικά όμως να κάνω κάτι άλλο και όχι αυτό που σκεφτόμουν. Όλη μου η έγνοια είναι να γίνει μια παράσταση ωραία και να είμαι όσο το δυνατόν καλύτερα με έναν καλό σκηνοθέτη. Ποτέ δεν είχα απωθημένα. Όταν μου τηλεφώνησε ο Κακογιάννης και μου πρότεινε να παίξω την Ελένη στις “Τρωάδες”, ήταν 12.00 η ώρα το βράδυ. Ούτε είχα σκεφτεί ποτέ ότι θέλω να παίξω στην Επίδαυρο. Είπα, βεβαίως, “ναι”. Αν, ωστόσο, μου έλεγε να παίξω την Εκάβη, δεν θα πήγαινα. Με την Ελένη όμως το τόλμησα, και ένιωσα και πολύ ωραία».

Μια και οι καιροί οι δικοί μας δεν είναι οι «παλιοί καιροί» του Πίντερ, αλλά καιροί δύσκολοι, ζεματιστοί, μου είχε κάνει εντύπωση σε μια συνέντευξή σας, πριν από χρόνια, που είχατε αναφερθεί στην τιμή του γάλακτος. «Αφού ψωνίζω για το σπίτι μου η ίδια, πώς να μην ξέρω πόσο κοστίζει το γάλα, αλλά και το καθετί; Έχουμε φτάσει σε ένα σημείο που δεν έχει άλλο, ή θα πέσουμε στον γκρεμό ή θα κάνουμε προς τα πίσω. Υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν πολύ μεγάλες θυσίες. Πιάνεται, όμως, η ψυχή σου όταν σκέφτεσαι ότι δεν έχουμε πια τους μεγάλους ευεργέτες που έφτιαξαν αυτόν τον τόπο. Ας υπήρχαν και ας μην ήταν στο μέγεθος ενός Συγγρού και ενός Ζάππα. Σκέφτεσαι, μα καλά, δεν υπάρχουν άνθρωποι που να έχουν πετρέλαια; Αφού, λοιπόν, έχουμε έναν σοβαρό πόλεμο, γιατί δεν λένε: “Δεν έχουν πετρέλαιο τα σχολεία, δεν έχουν πετρέλαιο τα ακριτικά χωριά; Εμείς για δύο χρόνια δίνουμε το πετρέλαιο τζάμπα”. Δεν πρέπει ο καθένας να βοηθήσει τη χώρα του με όποιον τρόπο μπορεί; Τι θα τους κόστιζε αν το έκαναν; Κανένας δεν τα πήρε μαζί του».
«Ωραία χρόνια»: Θεατρική Σκηνή Ζωή Λάσκαρη (Καστοριάς 34-36, Βοτανικός), Πέμπτη ως Σάββατο στις 21.00 και Κυριακή στις 19.00.

**Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *